31/8/08

Aλλάζουμε εποχή...


Πάντα με το τέλος του Αυγούστου ο καιρός εδώ πάνω κρυώνει. Τη μέρα μπορεί να κάνει ζέστη,αλλά μόλις αρχίσει και δύει ο ήλιος η ζακέτα είναι απαραίτητη.Προχτές έτσι ξαφνικά ο ουρανός γέμισε σύννεφα...


Το καταλαβαίνεις ότι έρχεται βροχή. Ο αέρας γίνεται πιο δυνατός.Οι ανεμοδείχτες στον κήπο γυρίζουν σαν δαιμονισμένοι. Μια μυρωδιά πλανιέται στον αέρα. Από το χώμα που ετοιμάζεται να δεχτεί τη βροχή. Τη νιώθεις . Μυρωδιές ανυπομονησίας...


Αστραπές, βροντές, ο αέρας έχει στήσει τρελό χορό και αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες. Στην αρχή σιγά σιγά. Μα όσο περνά η ώρα δυναμώνουν και στήνουν κι αυτές τρελό χορό μαζί με τον αέρα. Η πλάση διασκέδαζει... χορεύει...


Είναι όμορφη η βροχή. Μου αρέσει. Όλα τα χρώματα ζωντανεύουν. Γίνονται πιο ζωηρά πιο έντονα. Ψάχνω το Μήτσο αλλά μάλλον θα έχει κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι μου. Ή στο μπάνιο. Τελευταία απέκτησε παράξενο χούι. Μέσα στο μπάνιο στα σκοτεινά... εκεί κάθεται όταν κάτι τον φοβίζει.


Μου αρέσει αυτός ο δυνατός ήχος της βροχής. Και δεν θα χρειαστεί να ποτίσουμε και τον κήπο. Η βροχή αυτή είναι το καλύτερο πότισμα. Μακάρι να ερχόταν πιο συχνά.


Ο ουρανός έχει γκριζάρει και έρχονται κι άλλα συννέφα. Δε νομίζω ότι ήταν μπόρα αυτή. Οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου που έρχεται είναι. Μας στέλνει προάγγελους για να καταλαβούμε τον ερχομό του...


Μυρωδιές από λουλούδια, έντονες σαν του βασιλικού. Από το βρεγμένο χώμα, τη λατρεύω τη μυρωδιά αυτή. Και ήχοι... ήχοι όμορφοι. Αρμονικοί... σαν αυτούς που μόνο η φύση ξέρει να συνθέτει. Μαγεία...


Σκέψεις διάφορες χορεύουν στο μυαλό μου... θυμήθηκα τι μου έλεγε πέρισυ ο κολλητός μου. Όταν ερχόταν καθέ πρωί και έμπαινε να με ξυπνήσει και ο καιρός ήταν βροχερός φώναζε... «Ξύπνα είναι μια υπέροχη μέρα για σένα σήμερα!» Χαμογελώ... δεν είχε και άδικο...


Θυμάμαι ότι εκείνο που με τρέλενε στη Γερμανία, ήταν τα καλοκαιριάτικα πρωινά που όλα ήταν γκρίζα. Που το πράσινο των δέντρων ήταν τόσο έντονο που το κοίταζα απορημένη. Που οι αγροί απλωμένοι κάτω από το σπίτι έμοιαζαν με πίνακες ζωγραφικής που βάφτηκαν με πολύ σκούρο πράσινο, καφέ, κίτρινο...


Όλες οι εποχές μου αρέσουν. Απλά θεωρώ ότι το φθινόπωρο είναι πιο γοητευτικό. Έχει χρώματα κι αυτό πολλά αλλά διαφορετικά από τα μπλε και άσπρα του καλοκαιριού. Χρώματα γήινα. Ζεστά.


Αυτή τη στιγμή η βροχή έχει σταματήσει. Έξω ο αγέρας θροίζει και ακούω τα φύλλα που κυματίζουν. Ακούω επίσης τα καμπανάκια μου και πάλι αναπολώ... και απορώ πως στην Ιεράπετρα με τόσα καμπανάκια που είχα κρεμασμένα με άντεχαν οι γείτονες. Ώρες ώρες ούτε κι εγώ δεν τα άντεχα. Ειδικά τις χειμωνιάτικες νυχτιές που ο αέρας εκεί είναι κάτι παραπάνω από τρελός. Θεότρελος!


Σκέφτομαι ότι πρέπει να αρχίσω τις ετοιμασίες. Να μαζεύω τα καλοκαιριάτικα και να βγάλω πιο ζεστά ρούχα. Είμαι κρυατζούλι... χαμογελώ και πάλι με τις σκέψεις μου. Ναι είμαι! Και ντύνομαι σαν το κρεμμύδι όσο ο καιρός βαραίνει και γίνεται πιο κρύος. Δεν το αντέχω το κρύο... κακά βιώματα έχω από αυτό.


Ζεστασιά... χουχουλιάσματα... αγκαλίτσες... Τζάκι αναμμένο, και αγναντεύεις από το παραθύρο. Τώρα τις βροχές αργοτέρα το χιόνι που θα έρθει. Μαζεύεται ο κόσμος και αρχίζει τις ετοιμασίες...


... ετοιμασίες για την νέα εποχή... καλό φθινόπωρο!







Χειμωνανθός - Γιάννης Χαρούλης

H ρολογιά μου...


Όταν πρωτοαντίκρυσα τη ρολογιά στην Κρήτη έμεινα άφωνη.Ένας τεράστιος φράχτης γεμάτος ρολόγια με έκανε κι έχασα τη φωνή μου. Έτσι όταν την βρήκα εδώ την πήρα για το σπίτι.


Ένα πανέμορφο τεράστιο λουλούδι σε διάφορες αποχρώσεις του μωβ, έδωσε φέτος η ρολογιά.Αρνείται πεισματικά να βγάλει κι άλλα άνθη.


Είναι το αγαπημένο μου λουλούδι, αν και θα προτιμούσα να είναι στον φράχτη του κήπου.Οι θερμοκρασίες όμως εδώ,και το πολύ χιόνι δεν επιτρέπουν δυστυχώς κάτι τέτοιο. Έτσι η ρολογιά μου είναι στην γλάστρα για να μπορεί να μπαίνει το χειμώνα μέσα.


Όσο και να το χαζεύω δεν το χορταίνω... Σπάνια συναντάς τέτοια λουλούδια. Παράξενα όμορφα. Που μαγνητίζουν τα μάτια και δεν θέλεις να τα σηκώσεις από πάνω τους.


Το καλοκαίρι άντεξε, τώρα έρχεται φθινόπωρο και πρέπει να αλλάξουμε γλάστρα. Σε πιο μεγάλη για να μπορέσει να αναπτυχθεί και να μεγαλώσει. Και που ξέρεις... μπορεί κάποτε να αποκτήσω μια ρολογιά πάνω σε φράχτη...

Αναζητώντας το μπλε

Μπότζι


Kάνω το κορμί μου βάρκα και τα χέρια μου κουπιά
το μαντήλι μου πανάκι, μπαίνω βγαίνω στη στεριά

*μπότζι . Ταλάντωση δεξιά και αριστερά κατά την εγκάρσια έννοια γύρω από το διαμήκη άξονα του σκάφους. Η ταλάντωση αυτή επηρεάζει την εγκάρσια ευστάθεια του σκάφους.

30/8/08

Όμορφη μέρα

Όμορφη μέρα με βλέμμα χαράς,
χρώματα γύρω και ελπίδες για μας.
Είναι ένα δώρο η ζωή μα συχνά το ξεχνάω.


Στον ουρανό του θεού η φωλιά
και ας μην είμαστε οι δυο μας πουλιά.
Απολαμβάνω τη μέρα και χαμογελάω.


Μίλησέ μου με φωνή τρυφερή,
μη χαλάσεις τη μέρα μου αυτή,
με μια λέξη σου,με μια συλλαβή,
μη με βάλεις σημάδι,ζητάει ένα χάδι η ψυχή,
το μπορείς μόνο εσύ.


Όμορφή μέρα,του κόσμου οι φωνές
φτάνουν στ'αυτιά μου σαν τις Κυριακές.
Μοιάζει σαν άνοιξη,μοιάζει η ζωή με αλήθεια.


Λες και το φως πια δε δείχνει πληγές,
βρήκε ένα τρόπο να μπει στις ψυχές.
Όλα είναι ίδια μα δε μοιάζουνε πια με συνήθεια.


Μίλησέ μου με φωνή τρυφερή,
μη χαλάσεις τη μέρα μου αυτή,
με μια λέξη σου,με μια συλλαβή,
με με βάλεις σημάδι,ζητάει ένα χάδι η ψυχή,
το μπορείς μόνο εσύ.

29/8/08

Έτσι, γιατί περίεργα την είδα...


― Πού πας καημένε; Το μάτι σπίθιζε, ειρωνικό ήδη.
― Μ' έχουν καλέσει να φάμε να τα πούμε, δίστασα.
― Πού;
― Στην ταβέρνα... ― οπισθοχωρούσα βήμα-βήμα.
― Α! Στα τηγανόλαδα!
― Παρντόν;


― Στα τηγανόλαδα, βρε! Στα νεοταβερνεία σε τρέχουν, με τα τηγανιτά προκατατεψυγμένα,με το χύμα κρασί το τανικό, με τα γιουβετσάκια και τα σαγανάκια ...;

Τι θα πιεις εκεί, βρε γκουρμέ; Και τι θα φας, στομαχικέ; Θα βογγάς ολονυχτίς απ' τις καούρες!


Κλονίστηκα. Η παρέα ήταν εκλεκτή, αλλά το ταβερνείο πρόβαλλε τώρα απειλητικό για τη χρόνιαγαστρίτιδα, την οισοφαγίτιδα και τον ουρανίσκο μου μαζί. Ράγισε ο γκουρμές εντός μου. Αλλά επρόκειτο για πρόσωπα αγαπημένα, αδύνατον να κάνω πίσω. Πήγα.


Το κρασί ήταν το γνωστό ακαθόριστο ερυθρό σε πήλινα κανατάκια, τανικό και κουρασμένο. Το λευκό,ελαφρώς οξειδωμένο, σερβιριζόταν χλιαρόθερμο σε θερμοκρασία δωματίου, 25 βαθμούς ...;Το φαγητό ...;
Το φαγητό στις νεοταβέρνες της επικράτειας επηρεάζεται κυρίως από δύο παράγοντες: μια σταθερά καιμια μεταβλητή.


Η σταθερά είναι οι κατάλογοι των προμαγειρευμένων βαθείας καταψύξεως: το φαγάκι πάει από τη βαθεία στον φούρνο ή στον microwave κι από κει στο τραπέζι.
Εξ ου και οι πληθωρικοί κατάλογοι εδεσμάτων σε μαγαζιά με λιλιπούτειες κουζίνες και σκιώδεις ή ανύπαρκτους μαγείρους.


Η μεταβλητή είναι το concept του μαγαζιού. Τι μαγαζί είναι; Κουλτουριάρικο; Αλτέρνατιβ; Μικρομεσαιοψαγμένο; Νεορουστίκ; Μάντρα του Αττίκ; Ολα μαζί; Το concept διαμορφώνει το ντεκόρ του χώρου και εν μέρει το μενού: παστέλ ή πλακάτα χρώματα, ψευδοροφές και γύψινα.


Ευτυχώς μπαίνει και κανένας καλός εξαερισμός, κανα αγκρίκολα στοιχείο στους τοίχους ανέμελα ριγμένο να υπαινίσσεται το χωριό στον έπηλυ θαμώνα, και φωτισμοί είτε της τσίμπλας είτε ανατομείου.


Aπό τον καιρό που ο Δειπνοσοφιστής περιέγραφε βιτριολικά την ταβέρνα με το ψυγείο τοτέμ, τη ρώσικη-με-πέτσα, την ασβεστολιθική φέτα, τα μαραμένα μήλα και το βιβλιάριο ενσήμων ΙΚΑ μέσα στο ψυγείο, έχουν αλλάξει πολλά.
Το ασυνάρτητο νεοταβαρνείο δεν έχει βλοσυρό ψυγείο, έχει πάσο-μπαρ.


Δεν έχει τζουκ-μποξ, έχει δορυφορικά ηχεία στις ψευδοροφές. Αλλαξαν πολλά στο ντεκόρ, άλλαξε το επιπολής κόνσεπτ, δεν άλλαξε τίποτε σχεδόν στο φαί, στην πρωταρχική λειτουργία της ρημαδοταβέρνας.


Η μεταβλητή concept μετατόπισε απλώς τον ομφαλό του μαγαζιού, από το ψυγείο, στο σύμπλοκο καταψύκτης-microwave. Ο μετασχηματισμός αυτός εκφράζεται στο τραπέζει με πληθώρα ίδιων, απαράλλαχτων προκάτ εδεσμάτων, που υποδύονται ότι είναι ταυτοχρόνως παραδοσιακά-χωριάτικα και αστικά.


Μυζηθροπιτάκια, σαγανάκια, γιουβετσάκια σφηνωμένα μέσα σε σπηλαιώδη πήλινα, μελιτζάνες (χειμώνα-καλοκαίρι) που κολυμπούν ύπτιο σε σκοτεινά λάδια. Προκάτ, προβλέψιμα, άνοστα (και ολέθρια για στομαχικούς).


Και το επιδόρπιο: γιαούρτι made in EU, από κουβά, με ταγκισμένα καρύδια και βουλγάρικο μέλι, ή παγωτό από κουβά.


Ωιμέ! Τέτοιο καϊμάκι παγωτό από κουβά, καθ' ομολογίαν του σέφ, σέρβιρε προ τριετίας κορυφαίο ρεστωράν με αστέρι Μichelin ...


Τι είναι εντέλει το περιγραφέν γένος της Νεοταβέρνας;


Είναι οι άνθρωποι που συχνάζουν εκεί· πάνε εκεί για να βγουν, όχι για να φάνε. Δεν θέλουν να φάνε.


Εξ ου η νεοταβέρνα δεν είναι ρεστωράν, δεν είναι μαγέρικο, δεν έχει κουζίνα, δεν έχει μάγειρα, δεν έχει επαγγελματίες σερβιτόρους, γενικά ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ.


Ορίζεται αποφατικά. Και λατρεύεται από ευλαβείς νεοέλληνες, νεοαστούς, νεο-something,
με συγκεχυμένη εικόνα της παράδοσης και ραγισμένη εικόνα εαυτού εν τω παρόντι χρόνω.


Οι παρέες όμως ...; Πώς θερμαίνουν!

28/8/08

Εκεί που σταμάτησε ο χρόνος


Θεσσαλονικείς και, γενικά, Βορειοελλαδίτες σε διακοπές, Γερμανοί τουρίστες αθεράπευτα ερωτευμένοι με το δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής, Ρώσοι που πρόσφατα ανακάλυψαν τα θέλγητρά της, φανατικοί του camping και οικογενειάρχες εισρέουν κάθε καλοκαίρι στη Σιθωνία. Ομως, δεν νιώθεις να ασφυκτιάς καθώς η καλλονή του Βορρά έχει αμέτρητες γωνιές για να ξετρυπώσεις το δικό σου ακρογιάλι.


Ξαπλωμένη στην αιώρα της «Αλεξάνδρας» μέσα στη θάλασσα, στον ειδυλλιακό όρμο της Βουρβουρούς, προσπαθείς να ανακαλύψεις το δολοφόνο στο τελευταίο αστυνομικό μυθιστόρημα της P.D. James κάτω από έναν εκτυφλωτικό ήλιο, ενώ τα πεύκα γέρνουν πάνω από το νερό βάφοντας πράσινη τη θάλασσα. Βαρκούλες πηγαινοέρχονται στο Διάπορο, το μεγαλύτερο από το σύμπλεγμα των εννιά μικρών νησιών μέσα στον κλειστό σαν λίμνη όρμο.


Ο χρόνος σαν να έχει σταματήσει στα ανέμελα '80ς, κουβάδες και φτιαράκια έχουν πάρει φωτιά στο κοντινό «ακρογιάλι Καρύδι», ιδανικό για αμμογλυπτική. Στην πιτσαρία «Top» με τη σπέσιαλ γίγας, ο μπαμπάς φουρνίζει, η μαμά ετοιμάζει τη ζύμη, ενώ η πιτσιρικαρία παίζει αμέριμνη στην απλωσιά.


Οχι πως η Σιθωνία είναι μόνο «family» προορισμός. Αλλαγή σκηνικού πιο κάτω στον «Αρμενιστή». Ντόμινο από πολύχρωμες ομπρέλες στην αμμουδιά-υπερπαραγωγή, τάβλι πάνω στην άμμο, σφηνάκια καρπούζι στο «beach bar» και προβολές κάτω από τα άστρα στο θερινό σινεμά του ιστορικού κάμπινγκ της Σιθωνίας.


Το «Seawave Festival» συνεχίζεται ακάθεκτο με το 3ο «beach complex» στην παραλία του κάμπινγκ τις τρεις τελευταίες μέρες και νύχτες του Αυγούστου (29, 30, 31/8). Ηχοι funk, house, reggae, disco, trip hop, ambient που θα αναπαράγεται μόνο μέσω βινιλίου, «κόντρα στη ραγδαία εξέλιξη και ισοπέδωση της μουσικής τεχνολογίας», φιλοδοξούν να φέρουν πιο κοντά djs και παραθεριστές έτσι όπως μόνο η μουσική σε μια υπέροχη θάλασσα μπορεί να το πετύχει.


Όταν αναφερόμαστε στη Xαλκιδική εμείς οι βορειοελλαδίτες, χρησιμοποιούμε την έκφραση «πόδι». Tο παράξενο βέβαια είναι όταν δίπλα στο «πόδι» υπάρχει το «μεσαίο». H πανέμορφη Xαλκιδική έχει λοιπόν τρία πόδια και αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στο πρώτο της Kασσάνδρας και το πιο βόρειο, του Όθω, είναι και το καλύτερο.


H Σιθωνία ήταν εντελώς παρθένο μέρος έως πριν από μερικά χρόνια και παραδοσιακά ήταν ένας προσφυγικός τόπος. Oπως και στην Kασσάνδρα, οι μικρασιάτες πρόσφυγες βρήκαν εδώ τη νέα τους πατρίδα και οικοδόμησαν εκ του μηδενός νέες πόλεις (π.χ. Nέος Mαρμαράς). Tότε βέβαια, στις αρχές του αιώνα, η Xαλκιδική έμοιαζε περισσότερο με εξορία παρά τη μοναδική ομορφιά της. Oι ατελείωτες παραλίες της και το καταπράσινο βουνό Ίταμος στην πορεία του χρόνου κέρδισε την αγάπη των πικραμένων προσφύγων.


Yπάρχει και ένας διασκεδαστικός θρύλος μάλιστα σχετικά με την κατανομή της γης στη Σιθωνία: παλαιότερα όταν οι πατεράδες μοίραζαν την περιουσία τους έδιναν στους γιούς τα κομμάτια γης κοντά στο βουνό γιατί ήταν εύφορα και καλλιεργήσιμα, ενώ σαν προίκα στους γαμπρούς έδιναν τα παραθαλάσσια, τα οποία ήταν -υποτίθεται- άχρηστα μια και ήταν αδύνατο να καλλιεργηθούν.


Γαϊτανάκι οι αμμουδιές της Σιθωνίας, να μην ξέρεις ποια να πρωτοδιαλέξεις. Ολυμπιακών διαστάσεων η λευκή παραλία στη Σάρτη, τεράστια ημισέληνος αμμουδιάς η Συκιά με θέα τη γρανιτένια σιλουέτα του όρους Αθως στο βάθος, μια γλώσσα βαθυγάλαζης θάλασσας να εισχωρεί σαν φιορδ στην ξηρά στο δρόμο από το Καλαμίτσι προς το Πόρτο Κουφό. Παρέες καλοφαγάδων ξεκοκαλίζουν σαργούς και φαγκριά που μόλις έβγαλε η ψαριά των καϊκιών στο μεγαλύτερο και ασφαλέστερο φυσικό λιμάνι της χώρας. Κωφός λιμήν στην αρχαιότητα, όπως το αναφέρει ο Θουκυδίδης, γιατί η αντάρα της θάλασσας δεν ακουγόταν καθόλου στην κλειστή αγκαλιά του απάνεμου κόλπου.