8/8/10

Ψίθυροι νύχτας...



Μια σιγανή αναταραχή από λαό που αφυπνιζόταν με έπεισε ότι οι χιλιάδες περασμένοι κάτοικοι της πόλης δεν έστεργαν ν' αφηγηθούν την ιστορία της, γιατί ποτέ δε θεώρησαν τις αφηγήσεις προνόμιο της δικής τους τάξης, γιατί βάραινε η εξουθένωση από την πολύωρη καπνεργασία, το μπάζωμα του λιμανιού και της προβλήτας, το φόρτωμα των πλοίων με τόνους παστάλια και το σπάσιμο του γρανίτη για να οικοδομηθεί πάνω στη σκληρή πέτρα η πόλη.

Παιδί κυνηγούσα το παιχνίδι και αυτό ολοένα γλιστρούσε.

Ζούσα με εικόνες κι αναμνήσεις παιχνιδιού, σχεδόν εξορισμένες εξαιτίας της τοποθεσίας της πόλης, της πυκνής δόμησης και των στενών δρόμων. Πουθενά μια αλάνα, ένας κήπος, ένα στάδιο.

Μόνο στο Φρούριο, όπου πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο και τρέχαμε ανάμεσα σε θρυμματισμένα κανόνια κι ερειπωμένα δεσμωτήρια, σκουριασμένες κρεμάλες κι ανήλιαγες κρυψώνες, προσπαθούσαμε να ξεδιπλώσουμε το μικρό πανωφόρι του παιχνιδιού. Γρήγορα ξεφεύγαμε από την επιτήρηση των δασκάλων, σκαρφαλώναμε στις τάπιες κι από κει παίζαμε με την πόλη, που χανόταν σε μια γλυκιά ομίχλη από φρέσκο ψωμί, λαδομπογιά και καρνάγιο, ιώδιο και κάρβουνο.

Το βράδυ πάλι γινόμασταν συμμορίες και τρέχαμε μ' ένα εεεεεε πίσω από σκυλιά που κουτσαίναν κι έναν τρελό που φορούσε φουρκέτες στο κεφάλι, ενώ οι μεγαλύτεροι μας τρόμαζαν με ιστορίες μακάβριες κάτω από τις σκοτεινιασμένες καμάρες.

Έπειτα ερχόσουν ως την άκρη των βράχων του Προφήτη Ηλία και κοίταζες τα πλοία που φεύγαν και τα παιδιά που τρέχαν, παίζαν τσιλίκι και ποδόσφαιρο, τσουλούσαν με το πατίνι και χάνονταν στην ψυχή του παιχνιδιού, απ' όπου γραπώνονταν για να μη σκέφτονται το χρόνο και πόσο αμείλικτος είναι για τους μικρούς, που ανυπομονούν να μεγαλώσουν.

Στρέφοντας το βλέμμα στα διαζώματα των πολυκατοικιών, που στριμώχνονται και πνίγουν το καμπαναριό του Αϊ-Γιάννη, δεν απορώ που μας παρέδωσαν μια πόλη έρημη από πράσινο και πάρκα. Παντού αξιοποίηση.

Μια γωνιά άφησαν αδειανή για όλες τις ανάγκες κι εκεί στριμώχτηκαν το βόλεϊ, το μπάσκετ το τένις κι οι κούνιες, λιγοστά παγκάκια, ίχνη καχεκτικής χλόης κι ένα παράθυρο στο ανοιχτό Αιγαίο. Τα πρωινά στο μοναδικό πάρκο συνωστίζονται τα φυλακισμένα παιδιά των γύρω πολυκατοικιών και αγριεύουν στο παιχνίδι (θυμάσαι, εμείς, κάποτε, ηρεμούσαμε παίζοντας), το μεσημέρι ο ήλιος και η αρμύρα το ξεραίνουν, για να παραδοθεί αργά το βράδυ στην ημιθανή ερημιά της επαρχίας.

Κι όμως, κάποιοι τους είχαν ταλέντο.

Τους βλέπω απογεύματα Κυριακής να τρέχουν να κρυφτούν από το κρύο στη Στέγη, πριν περάσει η μπάντα της Μεραρχίας και να παιδεύονται με τη χαλασμένη σόμπα μέσα σε χυμένα πετρέλαια και το λίγο πυρετό που τους έκαιγε. Ήθελαν κάτι παραπάνω από το ματς του Α.Ο.Κ. και τη βουτιά της Καλαμίτσας. Δεν κατέφυγαν στο θέατρο από ένα καθαρό καπρίτσιο, ούτε γιατί βασίστηκαν στα χειροκροτήματα μιας σχολικής απαγγελίας. Είχαν τη διαίσθηση να κρίνουν πως αλλιώς κλίνεται το ρήμα παίζω όταν συνοδεύεται απ' τις λέξεις ποδόσφαιρο, μπάσκετ, παιχνίδια, κρυφτό και διαφορετικά όταν κλίνεται ως υποκρίνομαι.

Ίσως βιάστηκαν -λέω τώρα- ν' ακολουθήσουν ένα επάγγελμα, όπου λυσσάει η ανεργία και σαρώνουν οι δημόσιες σχέσεις. Ίσως έμειναν παντοτινά επαρχιωτόπουλα πιστεύοντας πως θα βρουν πόρτες ανοιχτές όπως στο θεατρικό τους θερμοκήπιο, ξοδεύτηκαν σ' επιφανείς της Αθήνας σχολές θεάτρου (απ' όπου όλοι σχεδόν οι απόφοιτοι αριστεύουν) και χάθηκαν σ' ένα επάγγελμα όπου η σιωπή ισοδυναμεί με θάνατο.

Μπορεί να έγιναν ντεκόρ στις ταινίες του Αγγελόπουλου ή αρχιτρίκλινοι στις ταινίες του Βαφέα. Μπορεί να συντηρούν σανδαλοποιεία και καταστήματα με δερμάτινους Παρθενώνες στην Αμοργό ή τη Νίσυρο, μπορεί και ν' ασπρίζουν, κατόπιν μέσου, ταμίες σε τράπεζες.

Πάντως εδώ κανείς δεν τους μνημονεύει.

Διανύω τα μέρη όπου αντηχούσαν οι φωνές τους και τους συναντώ να ξεπηδούν από φτηνά και ευτελή προγράμματα παραστάσεων χιονισμένους από τη λήθη. Δε λάμπουν πια, ούτε υπόσχονται. Στέκουν απορημένοι κάτω από ένα δέντρο που φυσάει και ξεφυλλίζουν τις στερήσεις και τους ρόλους που δεν έπαιξαν.

Χαλασμένες γειτονιές. Το βουνό γύρω μια καμένη προσωπίδα, χωρίς ένδυμα και κόσμημα, κάνει το φως πιο κοφτερό και φωτίζει ανελέητα τις πολυκατοικίες που πληγώνουν τον ουρανό με την ευτέλεια τους, γιατί χτίστηκαν είτε βιαστικά είτε φθηνά και προπάντων για να προλάβει η πόλη την ανάπτυξη, αφού τη δεκαετία του πενήντα, εποχή που οι άλλες πόλεις γνώριζαν τις λέξεις "αντιπαροχή", "γκαρσονιέρα και μπανιέρα", θερμοσίφωνο και κοινόχρηστα' αυτή άρχισε να παρακμάζει με την εξαφάνιση του καπνεμπορίου που τη στήριζε. Μέσα σε μια δεκαετία, αυτήν του εβδομήντα, ρήμαξε και κατεδάφισε οτιδήποτε παλιό και σοφό έχτισε σιγά σιγά ο χρόνος και οι άνθρωποι για να φορέσει αυτό το κοινό κι αδιάφορο πρόσωπο που δεν έχεις όρεξη ούτε να το κοιτάξεις, γιατί ξέρεις πως δεν κρύβει εκπλήξεις. Όλα τώρα διαμορφωμένα στην τελική τους μορφή, χωρίς την άλμη του καπνού να γλείφει δρόμους και προσόψεις και με την εντύπωση πως σύντομα θα μας εκδικηθεί το παρελθόν.

Με χέρια και πείσμα σκάψαμε το κοίλο των Φίλιππων για να δημιουργήσουμε αναβαθμούς να καθίσουν οι πρώτοι θεατές, που έρχονταν από τα γύρω χωριά και την πόλη με φακούς στα χεριά, φανάρια και κεριά για να δουν, τι νομίζετε; ηθοποιούς να βγαίνουν μέσα από τα αρχαία χαλάσματα και να μιλούν τον αρχαίο λόγο, χωρίς σκηνικά και φωτισμούς. Με δανεική γεννήτρια του στρατού φωτίζαμε το θέατρο μέχρι που το αγάπησε ο Καραντινός κι έφερε το κρατικό.

Η πόλη αγαπούσε το φεστιβάλ που ανδρώθηκε μαζί της τα μεταπολεμικά χρόνια. Στη χούντα απειληθήκαμε με τις αναπαραστάσεις της εθνικής αρετής. Φοβηθήκαμε ότι το θέαμα με τις φωτισμένες καμάρες, τις λαμπαδηδρομίες που ξεκινούσαν από κει με άλκιμους νέους να φέρνουν το φως στην παραλία, τα πυροτεχνήματα, τις μαντολινάτες, τις χορωδίες και τα μαρς από τη στρατιωτική μπάντα θα κλόνιζαν το θέατρο και θα περνούσαμε κρίση.

Όμως όχι.

Η κρίση ήρθε αργότερα με την ευμάρεια και την εξάπλωση του ιδιωτικού αυτοκινήτου που συνεπήρε το μυαλό των ανθρώπων και τους έδιωξε μακριά από την πόλη στα παράλια του Παληού, της Ηρακλείτσας, της Περάμου, όπου άνθιζε μια άλλη ζωή με παμπ, μπαρ, ταβέρνες ξενυχτάδικα και άλλα ηχηρά και βάρβαρα.

Μόνο τη θάλασσα δεν τόλμησαν ν' αλλάξουν οι νέοι έποικοι. Αυτήν τη θεώρησαν υπεράνω πάσης υποψίας.

Για χρόνια ταύτιζα το χρώμα της πόλης —κάθε πόλη έχει το δικό της— με τριαντάφυλλα ροζ, που απελπισμένα σκορπούσε στη θάλασσα ο ήλιος, πριν δύσει. α, πρόσθετα και ελαφρές πινελιές πράσινου, πεύκο και ρηχά λαγαρά νερά με φυτείες κοχυλιών.

Όμως, η ευτυχισμένη των χρωμάτων εποχή κράτησε πενήντα χρόνια για την πόλη. Κι υστέρα ήρθε ο ιός της κόκκινης φλόγας. Συμμάχησε με την ξηρασία και την κάψα του καλοκαιριού και ξεκλήρισε το δάσος, απείλησε τους κατοίκους που ποδοπατήθηκαν στα πυρωμένα απ' τις φλόγες τενάγη της νύχτας για να περισώσουν τα λιγοστά υπάρχοντα και την ψυχή τους.

Υποχώρησε προς στιγμή, αλλά φώλιασε σαν σαράκι σ' ό,τι η πόλη συντηρούσε από παλιά. Άναβε εστίες και σώριαζε σ' ερείπια καπναποθήκες αιωνόβιες, παλιά σπίτια, γέροντες που εξαερώνονταν σε ξεχασμένες καλύβες, κειμήλια και ξυλόγλυπτα, μαγαζιά από τσατμάδες και κουφάρια που στηλώνονταν με κόπο και μαρτυρούσαν το παρελθόν.

Λαμπάδιασε αυτός ο ιός για ένα χρόνο το σώμα και την καρδιά της πόλης. Όταν υποχώρησε μαζέψαμε τη στάχτη και τ' αποκαΐδια μέσα σ' ένα μολυβί φως, ενώ ακούγονταν μεταλλικές πλάκες να συντρίβονται σ' ορειχάλκινα τάρταρα.

Του Κοσμά Χαρπαντίδη από το βιβλίο του "Μανία Πόλεως".

5 σχόλια:

Νίκος Βασιλειάδης είπε...

Ο Κοσμάς είναι συμμαθητής μου.
Ποιητική αδεία ανακατεύει εποχές, αλλά γράφει πικρές αλήθειες.

Καραβάκι είπε...

Νίκο,

ο Κοσμάς Χαρπαντίδης έχει γερή πένα και οι αλήθειες μόνο με τέτοιες γράφονται.Πικρές όπως επισημαίνεις αλλά καλό είναι να τις θυμόμαστε.Καλύτερα να υπάρχουν άνθρωποι που θα μας λένε-γράφουν πικρές αλήθειες,παρά όμορφα ψέματα.
Διαπιστώνω ότι η γενιά η δική σας -αν και δεν έχουμε διαφορά μεγάλη- έχει αρκετούς ανθρώπους που δεν φοβούνται να ακούνε και να λένε αλήθειες.Κι αυτό είναι αισιόδοξο σημάδι.

Νίκος Βασιλειάδης είπε...

Φαίνεται ότι η γενιά μου έφθασε στην ώρα του απολογισμού! Loool!!!

Καραβάκι είπε...

Και με μόνο που γελάς φτάνει...Τα καλύτερα όπλα είναι το γέλιο,το χιούμορ,ο αυτασαρκασμός.Κρίμα που οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν.
Να σαι καλά Νίκο!

Γραφεας Πεζικου είπε...

Πικρές οδυνηρές αλήθειες και καθόλου ψιθυρίσματα...όντως οι εποχές είναι ανάκατα καταγεγραμμένες,στο συγκεκριμένο πόνημα του κ.Κοσμά,αλλά δεν αλλοιώνουν την ιστορική πραγματικότητα,ούτε την πραγματική ιστορία της πόλης,που με πάρα πολύ έντονα χρώματα και πινελιές κατέγραψε-ζωγράφισε ο συμπολίτης μας ιστορικός-συγγραφέας