20/1/11

Αυτό που βλέπεις να έρχεται


Άφησε πίσω του τετράγωνες λέξεις.

Σαν κληματαριές έπεφταν. Τους είχε δωρίσει ζωή. Και τον δηλητηρίασαν. Δεν θα τις έβλεπε ξανά. Το βράδυ, όταν θα γύριζαν σπίτι, αυτός θα έλειπε. Θα είχε μαζέψει τα πράγματά του. Ακόμη κι εκείνη την παλιά μονοκατοικία ιδρώτα. Πίσω απ' τις κουρτίνες. Κανένα ίχνος. Μόνο ένα ποτήρι. Στολισμένο. Κόκκινο γάλα. Ενα χειμωνιάτικο φως. Μαύρα ψίχουλα. Πάνω στο τραπεζομάντιλο. Κάποτε ήταν λέξεις.

Από τότε που άρχισαν να μένουν μαζί, συνήθιζε να τις ταΐζει. Στο στόμα. Ηταν μικρές και ανόρεχτες - τα μεγάλα ψέματα πρέπει να γευματίζουν σωστά για να αντέχουν. Τα βράδια τις συγκέντρωνε όλες κάτω απ' την παλάμη του. Φυσούσε τη σκόνη από το ξύλινο δέρμα τους για να μπορούν να κοιτάζουν. Μακριά, όσο φαντάζονταν.

Από τότε που πίστευε μέχρι τώρα που είδε. Ποτέ δεν περίμενε να ζήσει το τέλος.

Εκείνο που από μακριά το βλέπεις να έρχεται και λες, έχει δρόμο ακόμη. Ομως ο καιρός πάντα ξεπερνά. Μόνο ό,τι αντέχει μένει και γίνεται.

Οταν οι λέξεις μεγαλώνουν, ονειρεύονται να σκοτώσουν. Και να σκοτωθούν. Μεταξύ τους.

Στη ζωή οι άνθρωποι οπλοφορούν γεγονότα. Διαρκούν το κοινόχρηστο, το μεταφέρουν σαν φήμη. Αυτό γυρίζει αργά τον πανικό του προς τα μέσα και γίνεται εμπόδιο. Εννοεί άμυνα.

Πηδάς τον εαυτό σου για να φτάσεις στον εαυτό σου. Οι λέξεις ανάμεσα παρακολουθούν. Σκαρφαλώνουν λιμάνια. Η ιστορία λήγει πάντα με θάνατο.

Σου είπα να μαζέψεις όλο τον κόσμο σ' ένα μπουκάλι κρασί και να τον κάνεις να χωρέσει. Χόρεψε, χόρεψε. Το τραγούδι του Ιγκι Ποπ είναι, ολόκληρη όπερα. Αφαιρώντας το χάρισμα, αγγίζεις τα όρια της ζωής. Να τη μεγαλώνεις μέσα σου. Μετά να την αφήνεις να κυλάει.

Αυτό το μπαλέτο είναι πολύ παλιό. Σχεδόν αρχαίο. Οι χορευτές αναγνωρίζονται από το τραγούδι και αποχωρούν μόνοι τους. Τα παιδιά που θα γεννηθούν θα επιστρέψουν στο νερό. Στη νοημοσύνη του χρόνου. Τα παιδιά του ωκεανού.

Η τέχνη της επιβίωσης ξέρει καλά να ουρλιάζει.

Τώρα οι λέξεις. Κολυμπούν στο κόκκινο γάλα, ένα χειμωνιάτικο φως. Οι λέξεις είναι ο φόβος των λέξεων. Δεν πρόκειται να επαληθευτούν. Κανένα μεγάλο δωμάτιο δεν χώρεσε ποτέ την αληθινή υγρασία τους. Οσο και να ανάβει το σπίτι, δεν θα στεγνώσουν.

Μίλησε τρεις φορές και βγήκε. Χωρίς βήματα. Στην ανοιχτή εξώπορτα δεν στεκόταν κανείς. Τα μάτια του. Σκεπασμένα από τους οργασμούς, έτοιμα να ξεχάσουν. Δυο πρόστυχοι υποδοχείς. Εκκρεμούν λαγνεία.

Οι εικόνες ζουν βιαστικά, όσο τους επιτρέπεις, μια σιωπηλή ζωή και μετά πεθαίνουν. Καταπατημένες. Τιμωρημένες να γίνουν χθες.

Μέσα στο σκοτάδι περιμένουν τα πράγματα που θα λάμψουν. Με μια απελπισμένη ικανοποίηση. Ο έρωτας γι' αυτά είναι η συνειδητοποίηση του θανάτου τους. Κάθε αρχή είναι προσκολλημένη στο τέλος της. Δεσπόζει και εξηγεί το σύμπλεγμα των ανθρώπων.

Οι λέξεις τους, σαν εξαντλημένες, σβήνουν πάνω στο χώμα. Αδύναμοι, σκοτεινοί σπόροι.

Όμως, παραλίγο να πω νύχτα.

Σταύρος Σταυρόπουλος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Νομίζω ότι όλη αυτή η καταχνιά του κειμένου σου είναι προαιρετική.
Αν οι προθέσεις του ανθρώπου είναι αγνές, τότε αυτές διυλίζουν, δια μέσου των μικροπόρων της συμπόνιας, την όποια ρυπαρότητα εξακοντίζεται από τις ζωές των άλλων, καταπάνω μας.
Εν τέλει, η αποσύνδεση από τους κόμβους αναλήθειας αποτελεί μια υπαρκτή επιλογή του καθενός μας.
Όχι, λοιπόν, τόση καταχνιά. Υπάρχει πολύ φως μέσα μας. Ας ανοίξουμε μερικές χαραμάδες για να βγει.